- 'νερ
- ἄνερ , ἀνήρnar-masc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νερ(ο)- — (Μ νερ[ο] ) α συνθετικό πολλών μεσαιωνικών και νεοελληνικών λέξεων που αναφέρονται στο νερό: α) ως μέσο (πρβλ. νερό βραστος, νερο μπογιά, νερόκρασο) β) ως περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται αυτό που δηλώνει το β συνθετικό (πρβλ. νερο χελώνα, νερο… … Dictionary of Greek
αεραγίδα — και αγεραγίδα και γεραγίδα, η νεράιδα, αερικό, ξωτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀ(γ)ερ ά(γ)ιδα, με συμφυρμό από τα < ἀ(γ)ερι[ικό + νερ]άιδα και ιτα παρετυμολογική σύνδεση με το γίδα] … Dictionary of Greek
αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… … Dictionary of Greek
νεράγκαθο — το κοινή ονομασία τών ειδών τού γένους φυτών δίψακος και κίρσιο που φύονται στην Ελλάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + αγκάθι] … Dictionary of Greek
νεραγώγιον — νεραγώγιον, τὸ (Μ) 1. αγωγός νερού 2. υδραγωγείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + ἀγώγιον (< ἀγωγός), πρβλ. αμαξ αγώγιον, υδρ αγώγιον] … Dictionary of Greek
νεροαγωγή — και, ιδιωμ. τ., νιραγή, η (Μ) υδραγωγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + ἀγωγή (< ἄγω), πρβλ. νεκυ αγωγή] … Dictionary of Greek
νεροαναβάτης — νεροαναβάτης, ὁ (Μ) υδραγωγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + ἀναβάτης] … Dictionary of Greek
νερογυρισιά — η επικίνδυνη συστροφή υδάτων θάλασσας ή ποταμού, ρούφουλας, δίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + γυρισιά (< γυρίζω)] … Dictionary of Greek
νεροδεσιά — η φράγμα για παρεμπόδιση τής ροής ύδατος ή για εκτροπή ύδατος προς άλλη κατεύθυνση, υδατοφράκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + δεσιά (< δένω), πρβλ. ξυλο δεσιά, σιδερο δεσιά] … Dictionary of Greek
νεροδιώχτης — ο οριζόντια λωρίδα που τοποθετείται στο κάτω μέρος θύρας ή παραθύρου για να παρεμποδίζει την εισροή τών νερών τής βροχής, η υδροσόβη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + διώχνω] … Dictionary of Greek